- κατάρβυλος
- κατ-άρβῠλος, ον, ([etym.] ἀρβύλη)A reaching down to the shoes,
Χλαῖναι S.Fr. 622
:—also [full] καθάρβυλος,Χλανίς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Χλαῖναι S.Fr. 622
:—also [full] καθάρβυλος,Χλανίς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάρβυλος — και καθάρβυλος, ον (Α) αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῑνα κατάρβυλος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»] … Dictionary of Greek
καταρβύλοις — κατάρβυλος reaching down to the shoes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρβυλος — καθάρβυλος, ον (Α) βλ. κατάρβυλος … Dictionary of Greek